φερνή

φερνή
η, ΝΑ, και δωρ. τ. φερνά και αιολ. τ. φέρενα Α
ό,τι φέρνει μαζί της μία γυναίκα που παντρεύεται, προίκα
αρχ.
1. (μόνον ο τ. φερνά) το μέρος τής θυσίας που προορίζεται για τον θεό
2. στον πληθ. αἱ φερναί
α) νυφικά δώρα
β) προίκα που αποτελείται από πολλά γαμήλια δώρα
3. φρ. α) «φερνὴ θεραποντίς» — θεραπαινίδες που έχουν δοθεί ως προίκα (Αισχύλ.)
β) «φερναὶ πολέμου» — γυναίκες που αποκτήθηκαν ως λάφυρα πολέμου (Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. φερ-νή ανάγεται στην ΙΕ ρίζα *bher- «φέρνω, μεταφέρω, φέρω στην κοιλιά μου, γεννώ» (βλ. λ. φέρω) και έχει σχηματιστεί με έρρινο επίθημα -νη / -νᾱ, πρβλ. ζώ-νη, τιθή-νη (για τον σχηματισμό με έρρινο επίθημα, πρβλ. και τα ομόρριζα: αρμ. bern «φορτίο», λιθουαν. bernas «αγόρι», γοτθ. barn «αγόρι»). Αρχική σημ. τής λ. φερνή είναι, επομένως, η σημ. «αυτό που μεταφέρεται, δώρο, προσφορά», από όπου προήλθε η σημ. τής υποχρεωτικής παροχής, τής προσφοράς σε θρησκευτικές τελετές καθώς και στον γάμο. Η χρήση, όμως, τής λ. φερνή υποχώρησε νωρίς με την επικράτηση τής λ. προίξ*, η οποία εντάχθηκε και στη δικανική ορολογία τής αττ. διαλ. και διατηρήθηκε και στη Νέα Ελληνική. Παρλλ., ωστόσο, με τη λ. φερνή, η οποία έχει παθ. σημ. απαντά και ο παρ. τ. φερνίον «καλάθι», ο οποίος θα οδηγούσε σε έναν τ. *φερνή με ενεργ. σημ. «αυτός που μεταφέρει» (βλ. και λ. φορμός «καλάθι»). Ανάλογη περίπτωση παραγωγής τ. με ενεργ. και παθ. σημ. με τη χρήση τού ίδιου επιθήματος παρατηρείται και με το επίθημα φερνήνος (πρβλ. στεγ-νός «αυτός που έχει στεγαστεί», τερπ-νός «αυτός που προκαλεί ευχαρίστηση»). Τέλος, εκτός από τον ιων. τ. φερνή, απαντά και δωρ. τ. φερνᾱ και αιολ. τ. φέρενᾰ (για τη μορφή φερε- τού θ., βλ. λ. φέρω) με βραχύ -- (πρβλ. κνίση: κνῖσᾰ, πρύμνη: πρύμνᾰ)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • φερνῇ — φερνή that which is brought by the wife fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φερνή — that which is brought by the wife fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ферн —    • Φερνή,          см. Matrimonium, Брак, 3 …   Реальный словарь классических древностей

  • φερναῖς — φερνή that which is brought by the wife fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φερναί — φερνή that which is brought by the wife fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φερνῆς — φερνή that which is brought by the wife fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φερνήν — φερνή that which is brought by the wife fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φερνῶν — φερνή that which is brought by the wife fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • bher-1 —     bher 1     English meaning: to bear, carry     Deutsche Übersetzung: “tragen, bringen” etc (also Leibesfrucht tragen; med. “ferri”), also “aufheben, erheben”     Grammatical information: The root bher , forms the exceptional both themat. and… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

  • PARAPHERNA — vox Graeca, ex παρὰ et φέρνη, ea quaepraeter dotis causam viris deferuntur, seu res uxoris extra dotem constitutae, vel res, quas uxor in domo mariti in usu habet. Ulpianus in l. 9. §. 2. ff. de iurs Dot. Galli peculium appellant. Nobile exemplum …   Hofmann J. Lexicon universale

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”